ὁδοιπορῶν

ὁδοιπορῶν
ὁδοιπορέω
walk
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὁδοιπόρων — ὁδοίπορος wayfarer masc gen pl ὁδοιπόρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβάνι(ον) — καρβάνιον και καρβάνι και κερβάνι τὸ (Μ) καραβάνι*, ομάδα εμπόρων οδοιπόρων ή προσκυνητών με καμήλες και άλλα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kirvan] …   Dictionary of Greek

  • λοχίτης — λοχίτης, ου, θηλ. λοχῑτις (AM) [λόχος] αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ»,… …   Dictionary of Greek

  • μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή …   Dictionary of Greek

  • πέτασος — Ονομασία καλύματος της κεφαλής στην αρχαιότητα. Ήταν πλατύγυρος και κατασκευαζόταν από πίλημα, δέρμα ή άχυρα. Δενόταν κάτω από το σαγόνι με παραγναθίδες. Ο π. προφύλασσε από τη βροχή και τον ήλιο και αποτελούσε το σύμβολο των οδοιπόρων. * * * ο,… …   Dictionary of Greek

  • ραβενάλα — (ravenala). Φυτό μονοκοτυλήδονο της οικογένειας των μουσιδών, με 2 είδη από τα οποία το ένα ιθαγενές της Μαδαγασκάρης και το άλλο της Βραζιλίας και της Γουιάνας. Είναι φυτά μπανανόμορφα, που φτάνουν σε ύψος τα 30 μ. Έχουν κορμό φοινικόμορφο και… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • φιλοδίτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Πριάπου και τού Πανός) φίλος τών οδοιπόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὁδίτης «ταξιδιώτης»] …   Dictionary of Greek

  • όδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα και αδελφός του Επίστροφου, ηγεμόνας των Αλιζώνων της Βιθυνίας. Πολέμησε μαζί με τους Τρώες. Τον σκότωσε ο Αγαμέμνων. 2. Κήρυκας των Αχαιών στο ελληνικό στρατόπεδο της Τροίας. 3. Πυθαγόρειος… …   Dictionary of Greek

  • Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”